- αυθεντικόν
- τό1) см. αυθεντικότητα 3; 2) подлинник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αὐθεντικόν — αὐθεντικός principal masc acc sg αὐθεντικός principal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)